- προσεπικυρώνω
- [-ώ (ο)] μετ. санкционировать; ратифицировать; утверждать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσεπικυρώνω — Ν επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσεπικύρωση — η, Ν πρόσθετη επιβεβαίωση, επί πλέον πιστοποίηση («έγινε προσεπικύρωση τής μαρτυρίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεπικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικύρωσις, μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη] … Dictionary of Greek